- βούπεινα
- βούπεινα, η (Α)βουλιμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < βου- επιτατικό (< βους) + πείνα (πρβλ. βούλιμος, βουμελία κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουπείνα — βουπείνᾱ , βούπεινα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπεινα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπειναν — βούπεινα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… … Dictionary of Greek
βούλιμος — βούλιμος, ο (Α) η βουλιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (επιτατικό) βου < βους (πρβλ. βούβρωστις, βούπεινα) + λιμός] … Dictionary of Greek